Φεστιβάλ Φωτός
Το φεστιβαλ φωτος 2019
Η σημερινή διαδρομή είναι κατά μήκος της παράλιας προς το βορρά. Τοπίο σεληνιακό, δρόμος καλντερίμι που ακολουθεί τα βράχια, περνάει χαράδρες και μικρούς καταυλισμούς σε απότομες πλαγιές. Σ έναν από τους πολλούς λιμούς, οι Πορτογάλοι αντέδρασαν στέλνοντας τρόφιμα ( η πάγια τακτική τους ήταν να κλειδαμπαρώνουν τις προμήθειες που υπήρχαν στο νησί τον καιρό ανομβρίας και να χτυπάει ο πληθωρισμός κόκκινο -αυξάνανε την μπάζα και αποδεκατίζονταν ο πληθυσμούς). Με τα τρόφιμα στο νησί, μαζέψανε τον κόσμο και τον ρίξανε σε καταναγκαστικά έργα οδόστρωσης: Όλοι οι δρόμοι, καλντερίμι, με μαύρη ηφαιστειογενή πέτρα, φτιαγμένοι με το χέρι. Ένα απ τα τραγούδια της Cesaria λέει: αχ, Τερεζίνια, τελειώσαν τα φράγκα, αν δεν με θέλεις πια θα τους πω να σε πάρουν στα καταναγκαστικά έργα των δρόμων.
Απ αυτόν τον δρόμο θα μπορούσε να περνάει αυτοκίνητο αν υπήρχε δηλαδής. Αν αυτού, περνάει πότε πότε καμιά γηραιά κυρία μ ένα μπόγο η μια κούτα προμήθειες στο κεφάλι. Περπατάνε στητές και κόβουν δρόμο. Η εν λόγω γηραιά κυρία μας άφησε παρασάγγας. Οι οικισμοί έχουν τριγύρω πεζούλες με λάστιχα για πότισμα, με διάφορες καλλιέργειες- φασολάκια, κολοκύθια, ε και κάνα ζαχαροκαλαμάκι, μη στεγνώσει το λαρύγκι.
Μετά από 2.5 ώρες περπάτημα φτάσαμε σ ένα, ακρωτήρι το fontainhas. Βασικά, ανεμοδαρμένος ύψος. Από δω ο δρόμος συνεχίζει για άλλες 4 ώρες παράκτια, μέχρι το Cuzinhas, και οι περιπατητές κάνουν συνήθως την ανάποδη διαδρομή, έχοντας πάρει taxi για εκεί. Εμάς μας πέφτει αρκετό το παρόν. Γυμνασιόπαιδα επιστρέφουν από το σχολείο -ποδαράτα, όπως όλοι και κάνουν έρανο μεταξύ των τουριστών για μεταφορικό μέσο.
Στο χωριό υπάρχουν πολλά νεόκτιστα παρατημένα. Γκρίζα, μουντά, καταθλιπτικά. Όταν τα τελειώνουν, τα βάφουν με χρώματα έντονα: λαχανί, πορτοκαλί, καναρινί, θαλασσί. Σα να υπήρχε εποχή μεγάλης ευφορίας κι ελπίδας ανάπτυξης, που κόπηκε ξαφνικά.
Στα νησιά κυκλοφορούν πολλοί ΛαζοΑμερικανοι, η τέλος πάντων, τα φράγκα τους. Στα τέλη του 19ου, πολλοί ναύτες στα φαλαινοθηρικά, ξόκειλαν στις ακτές της Νέας Αγγλίας. Καλά ήταν εκεί. Δεν ήταν -ας πούμε- κρανίου τόπος. Δημιουργήθηκε ένα ρεύμα μετανάστευσης προς τα εκεί. Τα τσέκια απ' το Αμέρικα γλύτωσαν τον πληθυσμό από καινούργιες λιμοκτονίες. Τα πράματα πήρανε τ' απάνω τους. Τόσο, που στην δεκαετία του 30 ήρθαν και βροχές! Θόλωσε το μυαλό κάποιων κι όταν έπιασε η μεγάλη κρίση του 30 στο Αμέρικα Αμέρικα, επαναπατρίστηκαν. Έλα όμως που ο ουρανός στέγνωσε, κι έπιασε πόλεμος, παγκόσμιος — ο γνωστός 2ος. Ο επόμενος λιμός θέρισε.
Τέλος πάντων, κάπως έτσι ανοίξανε τα νταραβέρια με την Ανατολική Ακτή της Αμερικής και όταν ένας caboverdis μεταναστεύει, τραβάει κατά προτίμηση κατά ‘κει. Κάποιοι, κάποτε γυρίσανε, φορτωμένοι όπως γυρνάνε κάποιοι, κάποτε. Ίσως είναι το δικό τoυς χρήμα κλειδωμένο στα μπετά.
Mετά το σούρουπο, και σε αναζήτηση φαγάδικου, κατεβαίνουμε στην παραλία. Το κύμα χτυπάει άγριο σε βράχια. Η Caleta, είναι μια άκρως ελκυστική ταβερνούλα στο μπλε τις θάλασσας, με όμορφα ξύλινα τραπέζια και σκαμνιά. Ένα κρυωματάκι που ξεκίνησε απ' τα χθες πήρε να εδραιώνεται. Συνάχι, ρίγος. Παραγγέλνουμε σούπες: την εθνική τους cachupa (εξαιρετικά αραιωμένη φασολάδα μ ένα κομματάκι λουκάνικο) και σούπα γλυκοπατάτας. Και μετά ψητά ψάρια. Πεντανόστιμα όλα αν και πολλά. Στις 7:30 αρχίζει μουσική. Δυο άντρες που τραγουδούν παίζοντας κιθάρα και ταμπούρλο. Πανέμορφες μόρνες και κολαδέρες. Μάλλον το καλύτερο μουσικό σχήμα που ακούσαμε στο ταξίδι. Τουρίστες έρχονται, μένουν για καμιά ντουζίνα τραγούδια και φεύγουν. Δεν λέμε να ξεκολλήσουμε -κι αύριο έχει διαδρομή ζόρικη.